ύπουλος


ύπουλος
Προφορά

Ετυμολογία
ύπουλος αρχαία ελληνική ὕπουλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ύπουλος -η, -ο

✦ αυτός που υπάρχει, χωρίς να φαίνεται, χωρίς να γίνεται αντιληπτός: ύπουλη αρρώστια
✦ δόλιος, πονηρός

Συνώνυμα
καταχθόνιος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ύπουλα (Κ υπούλως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.