όρκος


όρκος
Προφορά

Ετυμολογία
όρκος αρχαία ελληνική ἄρκος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο όρκος

✦ βεβαίωση ή υπόσχεση με επίκληση του θείου
✦ φρ. δίνω ή παίρνω όρκο, ορκίζομαι – πατώ τον όρκο μου, παραβαίνω όσα ορκίστηκα να τηρήσω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.