όριο
Προφορά
Ετυμολογία
όριο αρχαία ελληνική ἄριον, υποκοριστικό του ἄρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το όριο
✦ η γραμμή στην οποία τελειώνει μια έκταση, σύνορο
✦ (μτφ. ) άκρο σημείο, ως το οποίο φτάνει κάτι: εξαντλήθηκε κάθε όριο υπομονής – αγγίζει τα όρια του ανέφικτου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–