ψαλίδι


ψαλίδι
Προφορά

Ετυμολογία
ψαλίδι μεταγενέστερη ελληνική ψαλίδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού ψαλίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ψαλίδι

✦ μετάλλινο όργανο από δύο κοπίδες συναρθρωμένες στη μέση με άξονα
✦ ξύλο της στέγης
✦ φρ. ψαλίδι πάει η γλώσσα του, φλυαρεί ακατάσχετα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.