χώρος


χώρος
Προφορά

Ετυμολογία
χώρος αρχαία ελληνική χῶρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χώρος

✦ το περιβάλλον όπου είναι δυνατό να τοποθετηθούν πράγματα ή να συμβούν φαινόμενα
✦ κενή, ελεύθερη έκταση
✦ ανοιχτός χώρος, έκταση που δεν έχει κτίρια – κλειστός χώρος, για χώρο που βρίσκεται στο εσωτερικό οικοδομήματος: πισίνα κλειστού χώρου
✦ το διάστημα ανάμεσα σε δύο αντικείμενα ή σημεία: ο χώρος ανάμεσα στις λέξεις
(μτφ. ) πεδίο δραστηριότητας ή ενδιαφερόντων: ο χώρος της οικονομίας – της παιδείας – πολιτικός χώρος
(μτφ. ) περιβάλλον: οι καβγάδες τους δημιούργησαν ένα χώρο τελείως ακατάλληλο για να μεγαλώσει το παιδί
(μτφ. ) αρμοδιότητα: το πρόβλημα αυτό ανήκει στο χώρο της ψυχιατρικής
✦ ζωτικός χώρος, ο θεωρούμενος απαραίτητος για να αναπτυχθεί κάποιος ή κάτι
✦ (φυσ.) η χωρίς όρια έκταση όπου βρίσκονται και κινούνται τα ουράνια σώματα, το σύμπαν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.