χώμα


χώμα
Προφορά

Ετυμολογία
χώμα αρχαία ελληνική χῶμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χώμα

✦ έδαφος αποτελούμενο από λεπτούς κόκκους, σε αντιδιαστολή προς τις πέτρες και τα πετρώματα
✦ σκόνη, κονιορτός
✦ (συνεκδ.) το έδαφος, η γη
✦ τόπος, χώρα
✦ φρ. τον έφαγε το χώμα, πέθανε – έφαγε η μούρη του χώμα, ηττήθηκε, απέτυχε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.