χύνω


χύνω
Προφορά

Ετυμολογία
χύνω μεταγενέστερη ελληνική χύνω

Ερμηνεία
ρήμα χύνω

✦ αφήνω κάτι να ρεύσει, να διασκορπιστεί
✦ (για στερεά, ιδ. μέταλλα) λιώνω
✦ ρίχνω λιωμένο υλικό σε καλούπια
✦ (για ανθρώπους κ. ζώα) εκσπερματώνω
✦ (μέσ.) χύνομαι, διαρρέω, διασκορπίζομαι
✦ (για ποτάμια) εκβάλλω
(μτφ. ) κινούμαι ορμητικά, χιμώ: χύθηκε απάνω του να τον κατασπαράξει
✦ φρ. χύθηκε αίμα, σκοτώθηκαν πολλοί – χύνω μαύρο δάκρυ, κλαίω πικρά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.