χωρίς
Προφορά
Ετυμολογία
χωρίς αρχαία ελληνική χωρίς (= χωριστά)
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ χωρίς
✦ δηλώνει στέρηση, έλλειψη ή εξαίρεση: πολιτική χωρίς πρόγραμμα – ήρθε χωρίς να ειδοποιήσει – θα πάμε χωρίς τους άνδρες
✦ φρ. χωρίς άλλο, οπωσδήποτε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–