χωρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
χωρίζω αρχαία ελληνική χωρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χωρίζω
✦ βάζω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα
✦ διαμοιράζω, διαιρώ
✦ (αμτβ.) αποχωρίζομαι από κάποιον, τον αφήνω και φεύγω
✦ διακόπτω τη συνεργασία με κάποιον
✦ παίρνω διαζύγιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σμίγω, ενώνω
Επιρρήματα
–