χυμός
Προφορά
Ετυμολογία
χυμός αρχαία ελληνική χυμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χυμός
✦ κατά τους αρχαία ελληνική φυσιολόγους, καθένα από τα τέσσερα υγρά του σώματος (αίμα, φλέγμα, κίτρινη χολή και μέλαινα χολή) που καθόριζαν τις νοητικές και ψυχικές ιδιότητες ενός προσώπου
✦ υγρό του φυτού που μεταφέρει θρεπτικά συστατικά σ’ όλα τα μέρη του φυτού: οι χυμοί του δέντρου
✦ υγρό που περιέχεται σε φρούτα και εξάγεται με συμπίεση ή έκθλιψη: χυμός πορτοκαλιού
✦ (μτφ. ) ρώμη, σφρίγος: οι χυμοί της νιότης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–