χυδαίος


χυδαίος
Προφορά

Ετυμολογία
χυδαίος μεταγενέστερη ελληνική χυδαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ χυδαίος -α, -ο

✦ αυτός που μιλά ή συμπεριφέρεται με προστυχιά, χωρίς ευγένεια
✦ χυδαία γλώσσα, κατά τους οπαδούς της καθαρεύουσας, η δημοτική

Συνώνυμα
πρόστυχος, αγροίκος, σκαιός
Αντίθετα
ευγενής
Επιρρήματα
χυδαία (Κ χυδαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.