χτυπώ


χτυπώ
Προφορά

Ετυμολογία
χτυπώ μεσαιωνική ελληνική χτυπῶ

Ερμηνεία
ρήμα χτυπώ -άς, -ά

✦ κρούω κάτι ώστε να δώσει ήχο, βροντώ: χτυπώ την πόρτα – το κουδούνι – την καμπάνα – χτυπώ τα χέρια, χειροκροτώ
✦ δέρνω, βαρώ
✦ κλοτσώ: χτύπησε την μπάλα
✦ αναταράζω: δυνατός μαΐστρος χτυπούσε τη θάλασσα
✦ αναμιγνύω, ανακατεύω διάφορα υλικά με τη βοήθεια συσκευής ή με το χέρι: χτυπώ τα αβγά με το γάλα και τη ζάχαρη
✦ πληγώνω, τραυματίζω: γύρισε από τον πόλεμο χτυπημένος
✦ επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
✦ επικρίνω, κατηγορώ
✦ προσβάλλω, επενεργώ βλαβερά: το σπίτι το χτυπά ο βοριάς – το κρασί χτυπά στο κεφάλι
(μτφ. ) προκαλώ ορισμένη εντύπωση: η κουβέντα αυτή χτύπησε άσχημα
✦ δακτυλογραφώ
✦ φρ. χτυπώ κάρτα, εισάγω την προσωπική κάρτα στο ειδικό μηχάνημα, για να εγγραφεί η ακριβής ώρα της αφίξεώς μου και της αναχώρησης απ’ τον εργασιακό χώρο· (μτφ. ) επισκέπτομαι τακτικά κάποιον, συχνάζω κάπου: έρχεται τακτικά εδώ; Χτυπάει κάρτα, μου αποκρίθηκε (Μ. Κουμανταρέας) – ο τρόπος του μου χτυπάει στα νεύρα, μου προκαλεί εκνευρισμό
✦ πάλλομαι, σφύζω
✦ (μέσ.) χτυπιέμαι κ. χτυπιούμαι, δέρνομαι
✦ συμπλέκομαι, συγκρούομαι
✦ καταταλαιπωρούμαι: χρόνια χτυπιέται με τέτοιες σκοτούρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.