χτυπητός
Προφορά
Ετυμολογία
χτυπητός χτυπώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χτυπητός -ή, -ό
✦ ο παρασκευασμένος με χτύπημα: αβγά χτυπητά
✦ (για μέταλλα) σφυρήλατος
✦ (μτφ. ) έντονος, ζωηρός: χτυπητά χρώματα
✦ που επιδιώκει να εντυπωσιάσει: χτυπητό ντύσιμο – μακιγιάρισμα
✦ πρόδηλος: χτυπητό ελάττωμα – χτυπητές διαφορές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–