χτενίζω


χτενίζω
Προφορά

Ετυμολογία
χτενίζω αρχαία ελληνική κτενίζω

Ερμηνεία
ρήμα χτενίζω

✦ ταχτοποιώ τα μαλλιά του κεφαλιού με τη χτένα
✦ ξαίνω μαλλί, λινάρι κτλ.
(μτφ. ) επεξεργάζομαι κείμενο για να του δώσω αρτιότερη μορφή
(μτφ. ) προβαίνω σε εξονυχιστική έρευνα σ’ έναν τόπο για να εντοπίσω κάποιον ή κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.