χρώμα
Προφορά
Ετυμολογία
χρώμα αρχαία ελληνική χρῶμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χρώμα
✦ οπτική εντύπωση που προκαλείται από την αντανάκλαση ορισμένων ακτίνων ή του ηλιακού φωτός στην επιφάνεια των σωμάτων
✦ η χροιά του ανθρώπινου δέρματος, θωριά
✦ χρωστική ύλη, βαφή, μπογιά
✦ (μτφ. ) τόνος, ιδιάζουσα έκφραση του λόγου: χρώμα ομιλίας
✦ έντονο χαρακτηριστικό τόπου: τοπικό χρώμα
✦ (μουσ.) ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ποιότητα ήχου, χροιά
✦ φρ. άλλαξε χρώμα, άλλαξε η χροιά της επιδερμίδας, κοκκίνισε ή κιτρίνισε, υπό την επήρεια έντονων συναισθηματικών καταστάσεων – έκοψε – έχασε το χρώμα του, (για πρόσ.) έγινε ωχρός από ψυχική ταραχή· (για πράγμ.) αλλοιώθηκε ο χρωματισμός του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–