χρυσός
Προφορά
Ετυμολογία
χρυσός μεσαιωνική ελληνική χρυσός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χρυσός -ή, -ό
✦ ο κατασκευασμένος από χρυσάφι: χρυσό δαχτυλίδι – χρυσή αλυσίδα
✦ αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού: χρυσά μαλλιά
✦ (μτφ. ) ευνοϊκός, ωφέλιμος: χρυσή ευκαιρία
✦ (μτφ. για πρόσ.) ο με γλυκούς και καλούς τρόπους, με καλά αισθήματα ή με πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος, υπεραγαπητός
✦ (για πράγμ.) πολύτιμος: δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής (Κ. Βάρναλης)
✦ ουδ. χρυσό ως ουσ., χρυσό μετάλλιο που παίρνει ως βραβείο ο νικητής αγωνίσματος: πήρε το χρυσό στην άρση βαρών
✦ χρυσοί γάμοι, η πεντηκοστή επέτειος γάμων
✦ χρυσή εποχή, περίοδος κατά την οποία ακμάζει κάτι: χρυσή εποχή του ελληνικού τραγουδιού
✦ χρυσός κανόνας, βασική αρχή μιας δραστηριότητας
✦ μαύρος χρυσός, το πετρέλαιο
✦ χρυσή τομή (μαθημ.) διαίρεση ευθείας σε δύο μέρη κατά τρόπο ώστε ο λόγος όλης της ευθείας προς το μεγαλύτερο μέρος είναι ίσος προς τον λόγο του μεγαλύτερου τμήματος προς το μικρότερο· (μτφ. ) η ιδανική λύση προβλήματος που ικανοποιεί αντιτιθέμενες απόψεις
✦ φρ. τον έκανα χρυσό, τον παρακάλεσα πολύ – τρώει με χρυσά κουτάλια, έχει αποκτήσει πολλά πλούτη – χρυσές δουλειές, που αποφέρουν πολλά κέρδη
✦ το θηλ. ως ουσ., χρυσή (βλ.λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–