χρέωση
Προφορά
Ετυμολογία
χρέωση χρεώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χρέωση
✦ επιβάρυνση με χρέος
✦ η εγγραφή ποσού ως χρέους σε λογαριασμό
✦ καθορισμός ή απαίτηση της τιμής προσφερόμενης υπηρεσίας ή αγαθού
✦ (μτφ. ) απόδοση ευθύνης σε κάποιον για κάτι: η χρέωση στον αρχηγό του κόμματος της αποτυχίας στις εκλογές ήταν αναμενόμενη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πίστωση
Επιρρήματα
–