χορεύω


χορεύω
Προφορά

Ετυμολογία
χορεύω αρχαία ελληνική χορεύω

Ερμηνεία
ρήμα χορεύω

✦ κινώ ρυθμικά τα πόδια και το σώμα με συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού
✦ σκιρτώ, αναπηδώ
✦ πάλλομαι
✦ (μτβ.) κινώ ρυθμικά
✦ παίρνω συγχορευτή
✦ φρ. χορεύω στο ταψί, καταταλαιπωρώ, βασανίζω κάποιον

Συνώνυμα
ορχούμαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.