χλωρίδα


χλωρίδα
Προφορά

Ετυμολογία
χλωρίδα αρχαία ελληνική χλωρίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χλωρίδα

✦ το σύνολο των αυτοφυών φυτών μιας περιοχής |(ιατρ.) το σύνολο των μικροοργανισμών που υπό φυσιολογικές συνθήκες ζουν στο δέρμα, τους βλεννογόνους ή τις κοιλότητες ενός οργανισμού: με τα αντιβιοτικά διαταράσσεται η χλωρίδα του εντέρου – του κόλπου κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.