χιόνι


χιόνι
Προφορά

Ετυμολογία
χιόνι μεσαιωνική ελληνική χιόνι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χιόνι

✦ ατμοσφαιρικό φαινόμενο κατά το οποίο οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας πήζουν σε λευκούς, λεπτούς κρυστάλλους που πέφτουν στη γη ως νιφάδες
✦ οι νιφάδες και το στρώμα που σχηματίζουν στο έδαφος
✦ (ως επίθ.) κάτασπρος ή υπερβολικά ψυχρός
✦ φρ. μαθημένα τα βουνά από χιόνια, οι δυσκολίες δεν πτοούν τον έμπειρο – σαν τα χιόνια, προσφώνηση σε επισκέπτη που είχαμε να τον δούμε πολύν καιρό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.