χιονίζει


χιονίζει
Προφορά

Ετυμολογία
χιονίζει αρχαία ελληνική χιονίζω

Ερμηνεία
χιονίζει

✦ απρόσ. ρ. (χιόν-ισε, -ισμένος) πέφτει χιόνι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.