χαριτωμένος


χαριτωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
χαριτωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος χαριτόω-ώ

Ερμηνεία
χαριτωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο γεμάτος χάρες, ελκυστικός, γοητευτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
άχαρος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.