χαραμίζω
Προφορά
Ετυμολογία
χαραμίζω χαράμι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ χαραμίζω
✦ ξοδεύω ή χρησιμοποιώ άδικα, ανώφελα
✦ (μέσ.) χαραμίζομαι, ασχολούμαι σε έργο ή σε περιβάλλον, που δεν ευνοεί την επωφελή ανάπτυξη των ικανοτήτων μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–