χαλκουργικός
Προφορά
Ετυμολογία
χαλκουργικός μεταγενέστερη ελληνική χαλκουργικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χαλκουργικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη χαλκουργία
✦ θηλ. η χαλκουργική ως ουσ., η τέχνη της κατεργασίας του χαλκού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–