χαλασμός


χαλασμός
Προφορά

Ετυμολογία
χαλασμός μεταγενέστερη ελληνική χαλασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χαλασμός

✦ καταστροφή, όλεθρος: στο χαλασμό της Σμύρνης η καρδιά των Τούρκων αναγάλλιασε (Π. Πρεβελάκης)
✦ γενική αναστάτωση, ξεσήκωμα: φρ. χαλασμός κόσμου, κοσμοχαλασιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.