χαλάστρα


χαλάστρα
Προφορά

Ετυμολογία
χαλάστρα μεσαιωνική ελληνική χαλάστρα (= τρύπα μέσα σε τείχος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χαλάστρα

✦ ματαίωση σχεδίων, αποτυχία: φρ. μου κάνει χαλάστρες, με υπονομεύει, μου χαλά τα σχέδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.