χαλάρωση
Προφορά
Ετυμολογία
χαλάρωση χαλαρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χαλάρωση
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του χαλαρώνω
✦ έλλειψη συνοχής, αρμονίας
✦ (μτφ. ) εξασθένηση, ατονία
✦ αποβολή του άγχους και της έντασης, ηρεμία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ένταση
Επιρρήματα
–