χήρος


χήρος
Προφορά

Ετυμολογία
χήρος αρχαία ελληνική χῆρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χήρος

✦ άντρας που παραμένει άγαμος μετά το θάνατο της γυναίκας του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.