χήνα


χήνα
Προφορά

Ετυμολογία
χήνα μεσαιωνική ελληνική χήνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η χήνα

✦ νηκτικό πτηνό, άγριο ή ήμερο
(μτφ. ) άνθρωπος, ιδ. γυναίκα αφελής
(μτφ. ) χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών
✦ βάδισμα της χήνας, βηματισμός στρατιωτών σε παρέλαση, κατά τον οποίο τα πόδια δεν κάμπτονται στα γόνατα, αλλά εναλλάσσονται τεντωμένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.