χέρι


χέρι
Προφορά

Ετυμολογία
χέρι μεσαιωνική ελληνική χέριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χέρι

✦ καθένα από τα δύο επάνω άκρα του ανθρώπου
✦ το μέρος από τον καρπό ως την άκρη των δαχτύλων
✦ (συνεκδ.) αυτός που εργάζεται, ιδ. ο χειρώνακτας: εργατικά χέρια
✦ (συνεκδ.) ικανότητα στη χρήση των χεριών: έχει χέρι στη μαγειρική
✦ λαβή εργαλείου ή δοχείου
✦ φρ. βάζω χέρι, αρπάζω· επιτίθεμαι με χειρονομίες (εναντίον γυναίκας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.