χάρτης
Προφορά
Ετυμολογία
χάρτης αρχαία ελληνική χάρτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χάρτης
✦ χαρτί: αίτηση εφ’ απλού χάρτου
✦ απεικόνιση σε χαρτί της επιφάνειας της γης ή τμήματός της, που δείχνει γεωγραφικά, φυσικά ή πολιτικά χαρακτηριστικά (τις χώρες, βουνά, ποταμούς κτλ.): γεωφυσικός χάρτης – πολιτικός χάρτης – χάρτης της Ευρώπης – της Ελλάδας
✦ απεικόνιση σε χαρτί του ουράνιου θόλου με τις θέσεις των πλανητών: αστρονομικός χάρτης
✦ απεικόνιση σε χαρτί υπό μορφή διαγράμματος των δρόμων περιοχής: οδικός χάρτης
✦ απεικόνιση σε χαρτί τμήματος της θάλασσας που δείχνει τις ακτές, τη θέση βράχων, βάθος της θάλασσας: ναυτικός χάρτης
✦ φρ. σβήνω απ’ τον χάρτη, αφανίζω, καταστρέφω κάποιον ή κάτι
✦ σύνολο γραπτών θεμελιωδών κανόνων, αρχών, νόμων επίσημου οργανισμού: ο χάρτης των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα
✦ συνταγματικός – καταστατικός χάρτης, το Σύνταγμα μιας χώρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–