φύκι
Προφορά
Ετυμολογία
φύκι αρχαία ελληνική φύκιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φύκι
✦ υδρόβιο φυτό: να ‘χει σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια (Λ. Πορφύρας)
✦ φρ. πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, εξαπατά παρουσιάζοντας κάτι ευτελές σαν να αξίζει πολλά ή ισχυριζόμενος ότι είναι αληθινά πράγματα ψευδή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–