φωνή


φωνή
Προφορά

Ετυμολογία
φωνή αρχαία ελληνική φωνή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φωνή

✦ ο ήχος που παράγεται από τον λάρυγγα και το στόμα ανθρώπων και ζώων
✦ (ποιητ.) κ. ήχος αψύχων
✦ κραυγή, ξεφωνητό
✦ μουσικός φθόγγος
✦ (γραμμ.) σύστημα καταλήξεων του ρήματος που φανερώνουν τη διάθεσή του: ενεργητική – μέση – παθητική φωνή
✦ φρ. φωνή βοώντος εν τη ερήμω, σωστή υπόδειξη που συναντά αδιαφορία – βάζω ή μπήγω τις φωνές, ξεφωνίζω ή καλώ σε βοήθεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.