φυτό
Προφορά
Ετυμολογία
φυτό αρχαία ελληνική φυτόν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φυτό
✦ οτιδήποτε φυτρώνει, βλασταίνει από το έδαφος
✦ (μτφ. για πρόσ.) αυτός που λόγω οργανικών βλαβών δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον: μετά την εγχείρηση έμεινε φυτό
✦ (μτφ. για πρόσ.) που δεν χρησιμοποιεί το μυαλό του, ανόητος
✦ (μτφ. για πρόσ.) άνευρος, άτονος
✦ (μτφ. για μαθητή) σπασίκλας (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–