φυλλάδιο
Προφορά
Ετυμολογία
φυλλάδιο υποκορ. του αρχαίου ελληνικού φυλλάς, -άδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φυλλάδιο
✦ λιγοσέλιδο βιβλίο ή τετράδιο
✦ τεύχος συγγράμματος ή περιοδικού, συνήθ. ενός τυπογραφικού φύλλου
✦ ατομικό βιβλιάριο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–