φυλακίζω


φυλακίζω
Προφορά

Ετυμολογία
φυλακίζω μεταγενέστερη ελληνική φυλακίζω

Ερμηνεία
ρήμα φυλακίζω

✦ κλείνω κάποιον στη φυλακή, τιμωρώ με την ποινή της φυλακίσεως
(μτφ. ) περιορίζω κάποιον σε κλειστό και στενό χώρο: φυλακίζουν τα ζώα σε κλουβιά
(μτφ. ) περιορίζω, εμποδίζω την ελευθερία κινήσεων: έχουν φυλακισθεί τα πόδια μου σ’ αυτά τα στενά παπούτσια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.