φυλακή
Προφορά
Ετυμολογία
φυλακή αρχαία ελληνική φυλακή (= φρουρά)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φυλακή
✦ οίκημα όπου εγκλείονται κατάδικοι ή υπόδικοι, δεσμωτήριο
✦ (μτφ. ) τόπος στενός, κλειστός και απωθητικός: αυτά τα διαμερίσματα είναι φυλακές
✦ ποινή φυλάκισης: καταδικάστηκε έξι μήνες φυλακή
✦ (στρατ.) ποινή κατά την οποία ο στρατευμένος είναι υποχρεωμένος να παρατείνει τη θητεία του: του έβαλαν πέντε μέρες φυλακή (θα παραμείνει στρατευμένος και για άλλες πέντε ημέρες, μετά τη λήξη της θητείας του)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–