φυλή
Προφορά
Ετυμολογία
φυλή αρχαία ελληνική φυλή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φυλή
✦ σύνολο ανθρώπων με κοινά κληρονομούμενα χαρακτηριστικά (π.χ. χρώμα του δέρματος): λευκή, μαύρη, κίτρινη φυλή
✦ ανθρώπινη φυλή, η ανθρωπότητα
✦ σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή: οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ
✦ στην οργάνωση παλαιότερων κοινωνιών, σύνολο οικογενειών που θεωρούν ότι κατάγονται από κοινούς προγόνους και έχουν κοινά θρησκευτικά, πολιτισμικά, γλωσσικά χαρακτηριστικά, κατέχουν ορισμένη γεωγραφική περιοχή και αναγνωρίζουν έναν αρχηγό: οι φυλές των Ινδιάνων
✦ κατηγορία προσώπων με κοινό κάποιο γνώρισμα ή κάποια γνωρίσματα: πολεμόχαρη φυλή – φυλή ηρώων
✦ έθνος: η ελληνική φυλή
✦ στην αρχαία ελληνική Ελλάδα, σύνολο ανθρώπων που συγκροτούν μιαν ενότητα και αποτελούν τμήμα της πολιτικής οργάνωσης μιας πολιτείας: οι φυλές της αρχαίας Αθήνας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–