φυλάω


φυλάω
Προφορά

Ετυμολογία
φυλάω μεσαιωνική ελληνική φυλάγω

Ερμηνεία
φυλάω

✦ κ. φυλάω ρ. (φύλ-αξα, -άχτηκα, -αγμένος· Κ φυλάσσω κ. φυλάττω) προσέχω, επιτηρώ να μην πάθει ή να μην φύγει κάποιος ή κάτι, φρουρώ: φυλάγουν τον κρατούμενο – φυλάει το σπίτι φρουρά
✦ προστατεύω: θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό (Κ. Βάρναλης)
✦ σώζω: φύλαξε τα εικονίσματα της οικογένειας
✦ διατηρώ κάτι: στον ξένο τόπο φύλαξε τα έθιμα του χωριού της
✦ στήνω καρτέρι, ενεδρεύω: φυλάει μέσα στην νύχτα μην έρθουν οι κλέφτες
✦ (μέσ.) φυλάγομαι, προσέχω τον εαυτό μου ώστε να αποφύγω ενδεχόμενους κινδύνους, προφυλάγομαι: πέντε – έξι παιδάκια προσπαθούν να φυλαχτούν από τη βροχή κολλημένα στον τοίχο (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.