φτώχεια


φτώχεια
Προφορά

Ετυμολογία
φτώχεια φτωχαίνω (υποχωρητ.)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φτώχεια

✦ η κατάσταση του φτωχού, στέρηση, εξαθλίωση

Συνώνυμα
ανέχεια, ένδεια, πενία
Αντίθετα
ευμάρεια, πλούτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.