φτωχός
Προφορά
Ετυμολογία
φτωχός μεσαιωνική ελληνική φτωχός
Ερμηνεία
φτωχός
✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. (Κ πτωχός, -ή, -όν) ο στερούμενος τα απαραίτητα για τη ζωή
✦ που δεν έχει οικονομική επάρκεια, άπορος
✦ που υστερεί, μειονεκτεί σε κάτι, ανεπαρκής, ελλιπής
✦ αξιολύπητος, δυστυχής, ταλαίπωρος
✦ (για πράγματα ή εκδηλώσεις) που δείχνει φτώχεια: φτωχό δώρο
Συνώνυμα
ενδεής, πένης
Αντίθετα
πλούσιος, εύπορος, ευκατάστατος
Επιρρήματα
–