φρύδι
Προφορά
Ετυμολογία
φρύδι μεσαιωνική ελληνική φρύδιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φρύδι
✦ το έπαρμα και το τριχωτό δέρμα πάνω από τα μάτια
✦ κορυφογραμμή: κοιτάζοντας τα μεγάλα χιονισμένα φρύδια της δυτικής βουνοσειράς από το παράθυρό μου (Γ. Σεφέρης)
✦ (τοπογρ.) η χαρακτηριστική γραμμή υψώματος ή όρους που διαχωρίζει την ανώτερη επιφάνειά του από τη μέση
✦ το χείλος γκρεμού: το εκκλησάκι βρίσκεται στο φρύδι του γκρεμού
✦ μαύρο σύννεφο στον ορίζοντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–