φρούτο


φρούτο
Προφορά

Ετυμολογία
φρούτο └ιταλ┘frutto

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φρούτο

✦ σαρκώδης καρπός φυτού ή δένδρου που τρώγεται
(μτφ. ) για πρόσ. ή πράγμα που προκαλεί δυσάρεστη έκπληξη, που αντιμετωπίζεται με δυσαρέσκεια: τι φρούτο είναι πάλι αυτό; – έρχονταν να του προξενέψουν ό,τι καινούργιο φρούτο ξεπρόβαλε (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.