φρικιό


φρικιό
Προφορά

Ετυμολογία
φρικιό └αγγλ┘freak (= τέρας)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φρικιό

✦ νεαρός που η συμπεριφορά, η εμφάνισή του κτλ. έρχονται σε αντίθεση με το κατεστημένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.