φούρνος
Προφορά
Ετυμολογία
φούρνος μεταγενέστερη ελληνική φοῦρνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φούρνος
✦ θολωτό κτίσμα, χώρος ειδικά κατασκευασμένος, όπου μπορεί να αναπτυχθεί μεγάλη θερμότητα για ψήσιμο, κλίβανος
✦ (ειδ.) ηλεκτρική συσκευή για ψήσιμο φαγητών
✦ φουρνάρικο, αρτοποιείο
✦ (μτφ. ) ανυπόφορα ζεστός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–