φορώ
Προφορά
Ετυμολογία
φορώ αρχαία ελληνική φορέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φορώ -άς, -ά
✦ βάζω επάνω μου ρούχο ή οποιοδήποτε εξάρτημα ενδυμασίας, περιβολής: φορούσε γαλάζιο πουκάμισο – φοράει ένα σωρό μπιχλιμπίδια – οι μοτοσικλετιστές είναι υποχρεωμένοι να φορούν κράνος
✦ ντύνω κάποιον με κάτι ή προσθέτω κάτι στην περιβολή του: της φόρεσε ένα χρυσό δαχτυλίδι
✦ (μέσ. σε γ΄ πρόσ.) φοριέται, συνηθίζεται, είναι της μόδας
✦ μτχ. παθ. πρκμ. φορεμένος, -η, -ο ως επίθ. (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–