φιλώ
Προφορά
Ετυμολογία
φιλώ αρχαία ελληνική φιλέω-ῶ (= αγαπώ)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φιλώ -άς, -ά
✦ ακουμπώ τα χείλη μου σε σημείο του σώματος άλλου ανθρώπου, ζώου ή πράγματος για να εκδηλώσω στοργή, αγάπη, πόθο ή σεβασμό
✦ (μέσ.) φιλιέμαι κ. φιλιούμαι, ανταλλάσσω φίλημα ή φιλήματα
Συνώνυμα
ασπάζομαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–