φιλοδοξία
Προφορά
Ετυμολογία
φιλοδοξία μεταγενέστερη ελληνική φιλοδοξία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φιλοδοξία
✦ αγάπη για τη δόξα
✦ ζωηρή επιθυμία για την επιτέλεση έργου ή την πραγματοποίηση υψηλού στόχου: έχει πολιτικές φιλοδοξίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–