φιλί


φιλί
Προφορά

Ετυμολογία
φιλί αρχαία ελληνική φιλεῖν, απρμφ. του φιλῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φιλί

✦ το φίλημα
✦ φρ. το φιλί του Ιούδα, προδοσία – το φιλί της ζωής, τεχνητή αναπνοή
(μτφ. ) ενέργεια με την οποία σώζεται κάποιος την τελευταία στιγμή από κίνδυνο ή δυσάρεστη κατάσταση: το δάνειο από την τράπεζα ήταν το φιλί της ζωής για την επιχείρησή του που κινδύνευε να χρεοκοπήσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.