φιλέτο
Προφορά
Ετυμολογία
φιλέτο └ιταλ┘filetto, υποκοριστικό του filo
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φιλέτο
✦ το κρέας των σφαγίων, από την περιοχή γύρω από τα νεφρά
✦ (μτφ. ) ως χαρακτηρισμός για καθετί που θεωρείται εκλεκτό, πάρα πολύ καλό
✦ λεπτή διακοσμητική ταινία σε ένδυμα ή παπούτσι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–